ισόμετρος

ισόμετρος
-η, -ο
1. ισομεγέθης.
2. συμμετρικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰσόμετρος — of equal perimeter masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόμετρος — η, ο (ΑΜ ἰσόμετρος, ον) 1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο 2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός μσν. αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις (μσν. αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.) αρχ. αυτός που έχει το ίδιο …   Dictionary of Greek

  • ἰσομέτρως — ἰσόμετρος of equal perimeter adverbial ἰσόμετρος of equal perimeter masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόμετρον — ἰσόμετρος of equal perimeter masc/fem acc sg ἰσόμετρος of equal perimeter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσομέτροις — ἰσόμετρος of equal perimeter masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσομέτρου — ἰσόμετρος of equal perimeter masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσομέτρους — ἰσόμετρος of equal perimeter masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσομέτρων — ἰσόμετρος of equal perimeter masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσομέτρῳ — ἰσόμετρος of equal perimeter masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόμετρα — ἰσόμετρος of equal perimeter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”